επίκηρος

επίκηρος
ἐπίκηρος, -ον (AM) και ἐπικήριος, -ον (Α)
1. φθαρτός, θνητός
2. (για πράγμ.) αυτός που υπόκειται σε ανάλωση, σε φθορά, σε καταστροφή
αρχ.
1. (για φυτά) λεπτός, λεπτοφυής
2. αυτός που επιφέρει κακό αποτέλεσμα, επικίνδυνος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίκηρον
η ιδιότητα τού φθαρτού, τού θνητού, το να φθείρεται, να αναλώνεται κάτι.
επίρρ...
ἐπικήρως
με τρόπο ευμετάβολο, επισφαλή, φθαρτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -κηρος (< Κηρ «θεά τού θανάτου»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐπίκηρος — masc/fem nom sg ἐπικηρος masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικηροτάτων — ἐπίκηρος fem gen superl pl ἐπίκηρος masc/neut gen superl pl ἐπικηρος fem gen superl pl ἐπικηρος masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικηρότατα — ἐπίκηρος adverbial superl ἐπίκηρος neut nom/voc/acc superl pl ἐπικηρος adverbial superl ἐπικηρος neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικηρότατον — ἐπίκηρος masc acc superl sg ἐπίκηρος neut nom/voc/acc superl sg ἐπικηρος masc acc superl sg ἐπικηρος neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικήρω — ἐπίκηρος masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἐπίκηρος masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἐπικηρόω wax over pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἐπικηρόω wax over imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἐπικηρος masc/neut nom/voc/acc dual ἐπικηρος… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικήρως — ἐπίκηρος adverbial ἐπίκηρος masc/fem acc pl (doric) ἐπικηρόω wax over imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἐπικηρος adverbial ἐπικηρος masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίκηρον — ἐπίκηρος masc/fem acc sg ἐπίκηρος neut nom/voc/acc sg ἐπικηρος masc acc sg ἐπικηρος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικήρων — ἐπίκηρος masc/fem/neut gen pl ἐπικηρόω wax over imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἐπικηρόω wax over imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἐπικηρος fem gen pl ἐπικηρος masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικηρότατοι — ἐπίκηρος masc nom/voc superl pl ἐπικηρος masc nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικηρότερα — ἐπίκηρος neut nom/voc/acc comp pl ἐπικηρος neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”